Αναδημοσίευση από την Εφημερίδα των Συντακτών
Κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Κέρκυρα-economia» το συμπυκνωμένο βιβλίο «Ευεργετισμός και νεοελληνική πραγματικότητα», που προστέθηκε στην πλούσια προσωπική βιβλιογραφία της πανεπιστημιακής λειτουργού του Παντείου Πανεπιστημίου, Ματούλας Τομαρά-Σιδέρη, την οποία είχα την τύχη να γνωρίσω πριν από είκοσι χρόνια και από τότε να επικοινωνούμε, ανταλλάσσοντας απόψεις για διάφορα θέματα, κυρίως όμως για την παρουσία των Ελλήνων στην Αίγυπτο.
Γι’ αυτό ένιωσα ιδιαίτερη χαρά, όταν στο νέο της βιβλίο διάβασα με συγκίνηση ότι «η πιο παραδειγματική ίσως περίπτωση του παροικιακού ευεργετισμού αντιστοιχεί στον Αιγυπτιώτη Ελληνισμό», του οποίου τα ευεργετήματα γνώρισα ιδίοις όμμασι και κυρίως στη γενέτειρά μου Αλεξάνδρεια, όπου έζησα τέσσερις δεκαετίες μέχρι τον επαναπατρισμό και την εγκατάστασή μου στην Ελλάδα.
Στο σημείο αυτό, γνωρίζοντας την ευγένεια της αγαπητής φίλης Ματούλας, θα ήθελα να προσθέσω με την άδειά της μερικές βιωματικές πληροφορίες από τα παιδικά μου χρόνια μέσα σε αυτά τα ιδρυματικά ευεργετήματα.
Ως «παπαδάκι» υπηρέτησα την εκκλησία του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, η οποία λειτούργησε ένα χρόνο μετά την επίσημη οργάνωση της Ελληνικής Κοινότητας Αλεξανδρείας (1844), όταν ήμουν για πρώτη χρονιά μαθητής (1940) στη γειτονική Τοσιτσαία Σχολή, που ιδρύθηκε το 1854, ενώ σχεδόν δίπλα της θα ιδρυθεί το Αβερώφειο Παρθεναγωγείο (1897).
Ως γυμνασιόπαιδο φοίτησα στο Αβερώφειο Γυμνάσιο (1880-81), που «λειτουργοῦσε ὡς πλῆρες τετρατάξιο Γυμνάσιο, ἀναγνωρισμένο ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ Κυβέρνηση σὰν ἴσο μὲ τὰ γυμνάσια τῆς πατρίδας», για να αποφοιτήσω, αφού εν τω μεταξύ είχε γίνει εξατάξιο (1946).
Ως εκπαιδευτικός ήμουν μέλος του διδακτικού προσωπικού του Αβερωφείου Γυμνασίου επί σειρά ετών, διδάσκοντας συνάμα και σε εκπαιδευτήρια, που βρίσκονταν στο ίδιο οικοδομικό τετράγωνο του Chatby, όπως η Σαλβάγειος Επαγγελματική Σχολή (1907), αργότερα και Εμπορική, το Μπενάκειο Ορφανοτροφείο Θηλέων (1909), η Ζερβουδάκειος Σχολή (1911) και το Κοτσίκειο Νοσοκομείο, όπου νοσηλεύτηκα με στοργή στα μαθητικά μου χρόνια.
Τα έργα αυτά των απόδημων Ελλήνων στην Αίγυπτο (Αλεξάνδρεια και Κάιρο), αλλά και σε άλλες χώρες μετανάστευσης είναι επιτεύγματα του ευεργετισμού, για την έννοια του οποίου η διαπρεπής ερευνήτρια γράφει ότι «οι πράξεις ενός ευεργέτη και η ιδεολογία του ευεργετισμού είναι καρπός των προσωπικών ιδιομορφιών και της ψυχολογικής λειτουργίας ενός μεμονωμένου ατόμου.
»Είναι συστηματικά παράγωγα που αναδύονται ως ιστορική ιδιαιτερότητα στο πλαίσιο μιας διαλεκτικής αλληλεπίδρασης ανάμεσα σε μια κοινωνική και πολιτισμική δυναμική από τη μια και ορισμένα γνωρίσματα της προσωπικότητας ορισμένων ατόμων από την άλλη».
Τη σχέση αυτή καλλιέργησε κυρίως ο απόδημος Ελληνισμός, του οποίου «φυτώριο και κοιτίδα» υπήρξε ο Αιγυπτιώτης Ελληνισμός, αφού οι Ελληνες πάροικοι οργανώθηκαν σε κοινότητες και φρόντισαν να καλύψουν τις ανάγκες της παροικίας χτίζοντας εκκλησίες και σχολεία.
Στον τομέα της κοινωνικής πρόνοιας και αρωγής ίδρυσαν ορφανοτροφεία, νοσοκομεία, βρεφοκομεία και γηροκομεία, με αποτέλεσμα να ανυψωθεί το επίπεδο ζωής της παροικίας, να αναπτυχθεί η ιδιαιτερότητα του πολιτισμικού της χαρακτήρα και να εδραιωθεί το αίσθημα της εθνικής ταυτότητας και συνείδησης στον εκτός του περιορισμένου Ελληνικού κράτους παροικιακό χώρο».
Τα εντυπωσιακά αυτά επιτεύγματα καθώς και άλλα των Ελλήνων παροίκων της Αιγύπτου καταγράφονται με σεβασμό και αγάπη από τη δόκιμη συγγραφέα στο τελευταίο πνευματικό της πόνημα, δίνοντας και την επίσης σημαντική πληροφορία ότι «τις ίδιες λειτουργίες βεβαίως συναντάμε στο παράδειγμα των Ελλήνων ευεργετών της Ρουμανίας, της Αυστροουγγαρίας και της Ρωσίας τον 18ο και 19ο αιώνα», χρονικό διάστημα, κατά το οποίο τόσο αυτοί όσο και οι Αιγυπτιώτες ευεργέτες δημιούργησαν σημαντικά έργα, όχι μόνο στη χώρα αποδημίας τους και στον ιδιαίτερο τόπο καταγωγής, αλλά κυρίως στην κοινή τους πατρίδα, την Ελλάδα.
«Το ελληνικό παροικιακό φαινόμενο κατά τον 19ο και 20ό αιώνα συνιστά προνομιακή και παραδειγματική κοιτίδα του ευεργετισμού και αναδεικνύει τη σημασία του για τη συγκρότηση του νεότερου ελληνισμού», σε μια εποχή μάλιστα που «έχουν αλλάξει οι κλίμακες των κοινωνικών αναγκών και της πρακτικής του ευεργετισμού.
Δημιουργήθηκαν τα ιδρύματα, τα οποία μεταβάλλουν την επιχειρηματική πλευρά της ευεργεσίας με αποτέλεσμα να «αναδύεται η ιδεολογία και η πρακτική του “ιδρυματικού” ευεργετισμού, που γρήγορα εξελίχθηκε σε έναν ευεργετισμό μεγάλης πλανητικής κλίμακας».
Ολοκληρώνοντας την παρουσίαση του βιβλίου αυτού, είναι «καρπός πολυετούς έρευνας και μελέτης» και «εκθέτει συστηματικά ιστοριογραφικό υλικό σχετικά με την ευεργετική πρακτική, ιστορικές αναλύσεις για το φαινόμενο του ευεργετισμού και εννοιοποίηση της μορφής του ευεργέτη στο ιστορικό πλαίσιο της ύπαρξής του», μελετώντας «το νέο ελληνικό παροικιακό φαινόμενο με βάση κυρίως το παράδειγμα του Αιγυπτιώτη Ελληνισμού».
Στη συνέχεια «μελετάμε την ευεργετική ιδεολογία, λειτουργία και πρακτική», ενώ «στο τρίτο, τέλος, κεφάλαιο μελετάμε τις σύγχρονες μορφές της ευεργεσίας», όπως μας ενημερώνει η συγγραφέας.
Η πολύπλευρη καθηγήτρια έχει να παρουσιάσει μια πλούσια βιβλιογραφική συγκομιδή, αποτέλεσμα αναδίφησης και παρουσίασης ορισμένων θεμάτων, όπως είναι η «Ιστορία του Παροικιακού Ελληνισμού και Ευεργετισμού και Ιστορία των Νοοτροπιών», αποτέλεσμα της επιστημονικής ιχνηλασίας, καθώς και της έντονης επιθυμίας της να μεταλαμπαδεύσει το απόθεμα των γνώσεών της στη φοιτητική νεολαία και να προσφέρει στην επιστήμη το μερίδιο της προσωπικής της ευθύνης.
*Φιλόλογος, συγγραφέας