Το φαινόμενο του ευεργετισμού στη νεότερη Ελλάδα (2006)

Αρβανιτάκης Δημήτρης (επιμ.), Το φαινόμενο του ευεργετισμού στη νεότερη Ελλάδα (εκδ. Μουσείο Μπενάκη – 2006)

Στην έκδοση περιλαμβάνονται τα Πρακτικά της Ημερίδας που πραγματοποιήθηκε στο Μουσείο Μπενάκη το 2004 και ήταν αφιερωμένη στη μελέτη πτυχών του ευεργετισμού. Στις συμβολές των συμμετεχόντων (Δημήτρης Αρβανιτάκης, Μαρία Χριστίνα Χατζηϊωάννου, Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη, Βάσω Θεοδώρου, Βασίλης Κρεμμυδάς) γίνεται προσπάθεια να συγκεφαλαιωθούν τα δεδομένα, αλλά και να αποτυπωθούν οι σύγχρονοι προβληματισμοί και να δοκιμαστούν νέες μεθοδολογικές αρχές για τη μελέτη ενός φαινομένου, το οποίο προσδιόρισε σε σημαντικό βαθμό το πρόσωπο της νεότερης Ελλάδας.

Το φαινόμενο του ευεργετισμού στη νεότερη Ελλάδα (εκδ. Μουσείο Μπενάκη - 2006)

 

Βιβλιοκριτική

από τον Παναγιώτη Καρματζό, Φιλόλογο – Συγγραφέα

Μια ευγενική επίσκεψη, που συνοδευόταν από μια εξίσου ευγενική χειρονομία, μου έδωσε την ευκαιρία να έχω στα χέρια μου και να διαβάζω με προσοχή ένα καλαίσθητο κι ενδιαφέρον βιβλίο με τίτλο Το φαινόμενο του ευεργετισμού στη νεότερη Ελλάδα και υπότιτλο Πρακτικά ημερίδας, το οποίο εξέδωσε, το Μάιο του 2006, η Βιβλιοθήκη του Μουσείου Μπενάκη, εγκαινιάζοντας τη σειρά Ιστορία κι επιθυμώντας να προαγάγει την περαιτέρω έρευνα στην Ελλάδα.

Από το πρόγραμμα ήδη της ημερίδας (20 Νοεμβρίου του 2004), που βρίσκεται στη σελίδα 9, και σε συνδυασμό με τις σελίδες 13-98, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι έχει να κάνει με επιστημονικές εργασίες κύρους που απομυθοποιούν το φαινόμενο του ευεργετισμού, για να το αποψιλώσουν από κάθε συναισθηματική ερμηνεία και να το δώσουν στις πραγματικές ιστορικές του διαστάσεις, όπως συμβαίνει με την εισήγηση Αιγυπτιώτης ευργετισμός: συλλογική ευποιία και ατομική εποποιία της Ματούλας Τομαρά-Σιδέρη, της οποίας η ερευνητική εργασία μ’ ενδιαφέρει ιδιαίτερα, ως παλαιό Έλληνα εξ Αιγύπτου και μελετητή της εποχής εκείνης.
Εντύπωση μου προκαλεί ο μονοσέλιδος πρόλογος του επιμελητή Δημήτρη Αρβανιτάκη, ιστορικού, υπεύθυνου της έκδοσης και εισηγητή, ο οποίος διατυπώνει ευθαρσώς, ανάμεσα στα άλλα, και τα εξής.

“Παρά την πολυδιάστατη φύση του και την αναμφισβήτητη συμβολή του στη νεοελληνική ιστορία, το φαινόμενο δεν έχει μελετηθεί επαρκώς σε όλες τις εποχές του, ούτε έχει αντιμετωπιστεί συνολικά με τα σύγχρονα εργαλεία της ιστορικής ανάλυσης.”

Η αντίληψη αυτή κυριαρχεί και στην πανεπιστημιακή λειτουργό, όπως φαίνεται ήδη από τις προηγούμενες ενδιαφέρουσες μελέτες της Ευεργετισμός και Προσωπικότητα, τ. Α΄- Β΄, Αθήνα 2002, και Αλεξανδρινές Οικογένειες: Χωρέμη-Μπενάκη-Σαλβάγου, Αθήνα 2004, που κυκλοφορούν στο εμπόριο. Και διαπιστώνω ότι η ευστοχία, η ευτολμία και η ευθυκρισία διέπουν και την εισήγησή της αυτή, στην οποία μ’ εμβρίθεια και σαφήνεια αναπτύσσει το θέμα της, βασισμένη στις τολμηρές, αλλά δόκιμες διανοητικές διεργασίες, που διατυπώνονται στο βιβλίο Θέσεις, Αθήνα 1981, σελ. 107 κ.ε. του Λουί Αλτουσέρ και στο βιβλίο Οι διανοούμενοι, Αθήνα 1972 του Αντόνιο Γκράμσι, στην εισαγωγή του οποίου ο Λουτσιάνο Γκρούπι ασχολείται με την γκραμσιανή σκέψη και την έννοια της ηγεμονίας, βασική για το τελικό συμπέρασμα της εισηγήτριας. Η οποία, χαρακτηρίζοντας τους ευεργέτες οργανικούς διανοούμενους της αστικής τάξης, προτείνει την πρώτη περιεκτική ερμηνεία του φαινομένου με όρους που το εντάσσουν στο όλο ιστορικό γίγνεσθαι.

Στο σημείο αυτό, παραθέτω ένα σύντομο χαρακτηριστικό απόσπασμα από την εισήγηση της εκλεκτής ερευνήτριας:

“Οι ευεργέτες ως οργανικοί διανοούμενοι είδαν το πεπρωμένο της τάξης τους σε ευρύτερη προοπτική και το υπηρέτησαν εις βάρος των προσωπικών υλικών τους συμφερόντων. Οι άνθρωποι αυτή εργάσθηκαν για την ηγεμονία της τάξης τους στο σύνολο του έθνους και της κοινωνίας και συνέβαλαν στην εμπέδωση αυτής της ηγεμονίας με όρους όχι μόνο οικονομικής και πολιτικής ισχύος και κυριαρχίας, αλλά κυρίως στο επίπεδο της ιδεολογικής, νοοτροπικής και πνευματικής διάκρισης, υπεροχής, καθολικής αναγνώρισης και εν τέλει ηγετικής λειτουργίας.”

Ίσως, η προφορική μορφή της εισήγησης αυτής να είχε ως αποδέκτες ένα ειδικό κοινό, όμως, με τη σημερινή γραπτή της μορφή θα πρέπει να έχει πολύ περισσότερους, δικαιώνοντας έτσι τις επιστημονικές ανησυχίες της κυρίας Ματούλας Τομαρά-Σιδέρη και τις εποικοδομητικές ημερίδες του Μουσείου Μπενάκη.