MATOYΛA TOMAPA – ΣIΔEPH
Καθηγήτρια Παντείου Πανεπιστημίου Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας
Ο ΑIΓYΠTIΩTHΣ Ελληνισμός αποτέλεσε κατεξοχήν φυτώριο και κοιτίδα του παροικιακού ευεργετισμού. Απτή παρουσία των Ελλήνων στη νεότερη Αίγυπτο διαπιστώνεται στις αρχές του 19ου αιώνα, επί Μωχάμετ Aλη.
Μετά την εγκατάστασή τους, οι Eλληνες πάροικοι οργανώθηκαν σε κοινότητες και φρόντισαν να καλύψουν τις ανάγκες της παροικίας χτίζοντας εκκλησίες και σχολεία. Στον τομέα της κοινωνικής πρόνοιας και αρωγής ίδρυσαν ορφανοτροφεία, νοσοκομεία, βρεφοκομεία και γηροκομεία, με αποτέλεσμα να ανυψωθεί το επίπεδο ζωής της παροικίας, να αναπτυχθεί η ιδιαιτερότητα του πολιτισμικού της χαρακτήρα και να εδραιωθεί το αίσθημα της εθνικής ταυτότητας και συνείδησης στον εκτός του περιορισμένου ελληνικού κράτους παροικιακό χώρο.
Οι σχέσεις των Ελλήνων παροίκων με το αιγυπτιακό κράτος υπήρξαν τυπικά αρμονικές, σχέσεις καλού υπηκόου με τη νόμιμη αρχή. Κοινωνικά, θεσμικά και εν μέρει διοικητικά ο Ελληνισμός συγκροτήθηκε γύρω από τρεις πόλους: Το Πατριαρχείο, το Προξενείο και την Κοινότητα.
Στο πλαίσιο του κοινοτικού χώρου, ιδιαίτερο ρόλο έπαιξαν οι αδελφότητες ή πατριές, όπως τις αποκαλούσαν οι Αιγυπτιώτες. Η σύσταση των αδελφοτήτων γινόταν με κριτήρια εθνικοτοπικά, όπου υπερείχε η συνείδηση της κοινής «γενέθλιας γης», ενώ η λειτουργία τους στηρίχθηκε στην εσωτερική αλληλεγγύη, στην αλληλοϋποστήριξη και στην καλλιέργεια σχέσεων «καλής γειτονίας και συμβίωσης» με τον ευρύτερο αιγυπτιακό χώρο. Το στοιχείο της αλληλεγγύης και της φιλανθρωπίας, άλλωστε, αποτελεί κορυφαία αξία και στο Ισλάμ.
Από τις ελληνικές κοινότητες και αδελφότητες, τις δύο αυτές μορφές συγκρότησης της συλλογικής ζωής, αναδείχθηκε και η προσωπική πορεία ορισμένων μελών τους, στον βαθμό που αυτά ανέπτυξαν το πρότυπο της ατομικής λειτουργίας. Μεταξύ αυτών ευρίσκονται τυπικά και οι μεγάλοι ευεργέτες.
Η παρουσία των ευεργετών εικονογραφείται παραδειγματικά από τις επιτυχημένες οικονομικές και κοινωνικές διαδρομές που ακολούθησαν, καθώς και από τις ξεχωριστές επιδόσεις που έδειξαν υπηρετώντας την παροικία με αίσθημα υψηλής ευθύνης και κοινοτικής συνείδησης, την ιδιαίτερη πατρίδα τους με πρόδηλο αίσθημα νόστου, αλλά και το εθνικό κέντρο με συνείδηση της οφειλής τους στο Γένος.
Η ανάδειξη των ευεργετών
Ως πλούσιοι έμποροι, επιτυχημένοι βιομήχανοι ή διαπρεπείς τραπεζίτες, διέθεσαν μεγάλο μέρος της περιουσίας τους προκειμένου να καλύψουν ελλείμματα των κοινοτήτων τους εκεί, στην αιγυπτιακή χώρα που τους υποδέχθηκε και όπου έζησαν μεγάλο μέρος της ζωής τους. Διέθεσαν χρεόγραφα πολλών αιγυπτιακών λιρών ή λιρών Αγγλίας για να δημιουργηθούν τα φερώνυμα ιδρύματα στην αιγυπτιακή χώρα:
Στην Αλεξάνδρεια ιδρύθηκε η Τοσιτσαία Σχολή (1854), το Αβερώφειο Παρθεναγωγείο (1897), η Σαλβάγειος Επαγγελματική Σχολή (1907), το Μπενάκειο Ορφανοτροφείο Θηλέων (1909), η Ζερβουδάκειος Σχολή (1911), το Χωρέμειο Ραδιολογικό Περίπτερο (1924), η Φαμηλιάδειος Σχολή (1925), το Αντωνιάδειο Γηροκομείο (1925), το Κανισκέρειο Ορφανοτροφείο (1926), το Κοτσίκειο Νοσοκομείο (1932). Το Μπενάκειο Οικονομικό Συσσίτιο (1908) εξασφάλιζε καθημερινά τροφή στις άπορες οικογένειες, στους εργάτες και στους φτωχούς μαθητές της αλεξανδρινής παροικίας.
Στο Κάιρο λειτούργησε η Αμπέτειος Σχολή (1860), το Αχιλλοπούλειο Παρθεναγωγείο (1905), το Αχιλλοπούλειο Νοσοκομείο (1912), η Ξενάκειος Σχολή (1922), το Σπετσεροπούλειο Ορφανοτροφείο (1928), ενώ ο Νέστορας Τσανακλής χρηματοδότησε την ανέγερση του Ναού Κωνσταντίνου και Ελένης (1906), ενισχύοντας την ορθοδοξία και τους χώρους λατρείας των εκπατρισμένων Ελλήνων.
Οι ίδιοι ευεργέτες έκαναν αισθητή την παρουσία τους στην ιδιαίτερη πατρίδα τους. Διεκπεραίωσαν εκεί έργα υποδομής (Αχιλλοπούλειος Αστική Σχολή Βόλου, Τσανακλήδειος Σχολή Κομοτηνής, Χωρέμειος Γεωργική Σχολή Χίου). Χορήγησαν υποτροφίες και ανέλαβαν την προικοδότηση άπορων κοριτσιών «αμέμπτου ηθικής και αρίστης διαγωγής» των συντοπιτών τους.
Τέλος, ωφέλησαν το Γένος ενισχύοντας το Εθνικό Κέντρο:
Στην Αθήνα, ο Μιχαήλ Τοσίτσας κληροδότησε σημαντικό ποσό για το Πανεπιστήμιο, το Αμαλίειο Ορφανοτροφείο και το Πολυτεχνείο (1859). Στην ίδια κατεύθυνση, η σύζυγός του Ελένη Τοσίτσα, διευρύνοντας τη δωρεά της, έκανε δυνατή την ίδρυση του Αρχαιολογικού Μουσείου (1866). Για την ανέγερση του Πολυτεχνείου σημαντικό χρηματικό ποσό κληροδότησε ο ανιψιός του Νικόλαος Στουρνάρης. Και ο Γεώργιος Αβέρωφ ολοκλήρωσε τις προηγούμενες δωρεές για το Πολυτεχνείο, που πήρε τελικά τον τίτλο «Εθνικό Μετσόβειο» τιμώντας και τους τρεις Μετσοβίτες ευεργέτες του. Από χρηματική δωρεά του Γεωργίου Αβέρωφ κτίστηκε επίσης το συγκρότημα της Σχολής Ευελπίδων (1896), το Αβερώφειο Εφηβείο (1896) και ναυπηγήθηκε το θωρηκτό «Γεώργιος Αβέρωφ» (1899). Ο ίδιος ευεργέτης διέθεσε μέρος της περιουσίας του για την τοποθέτηση των αδριάντων των εθνομαρτύρων Ρήγα Φεραίου και Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ στα προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών (1896) και ανέλαβε την ολική αναμαρμάρωση του Παναθηναϊκού Σταδίου εν όψει των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896.
Από δωρεά του Πανταζή Βασσάνη κτίστηκε η Σχολή Ναυτικών Δοκίμων (1904), ενώ από δωρεά του Βασίλη Σιβιτανίδη ιδρύθηκε η Σιβιτανίδειος Σχολή Τεχνών και Επαγγελμάτων (1927).
Ο Εμμανουήλ Μπενάκης και οι γαμβροί του Κωνσταντίνος Χωρέμης και Στέφανος Δέλτα (από τις κόρες του Αλεξάνδρα και Πηνελόπη) συμμετείχαν στην ιδρυτική επιτροπή για τη δημιουργία του Κολλεγίου Αθηνών (1925). Στο χώρο της υγείας, ο Εμμανουήλ Μπενάκης ίδρυσε (1926) τη Σχολή Νοσοκόμων του νοσοκομείου «Ερυθρός Σταυρός». Για τα δύο αυτά ιδρύματα «εθνικού προορισμού», ο πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Παύλος Κουντουριώτης του απένειμε τον τίτλο του Εθνικού Ευεργέτη.
Μεταξύ πολλών άλλων ευεργεσιών σε όλη την Ελλάδα (Θεσσαλονίκη, Αίγινα, Ναύπακτος, Δωδεκάνησα, Μακεδονία), κτίστηκε στην Αθήνα η Μπενάκειος Βιβλιοθήκη (1928) και το Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο (1931). Ακόμη η ίδρυση της Εθνικής Πινακοθήκης οφείλεται σε συνεισφορές του Εμμανουήλ Μπενάκη, ενώ το Μουσείο Μπενάκη (1930) ιδρύθηκε από δωρεά του γιου του Αντώνη Μπενάκη.
Η ιδεολογία του ευεργετισμού
Η σύμπτυξη και η συμπύκνωση των λειτουργιών των Κοινοτήτων και αδελφοτήτων σε ένα πρόσωπο προσδιόρισαν τα χαρακτηριστικά του ευεργέτη και διαμόρφωσαν το πλαίσιο ανάπτυξης της ιδεολογίας του ευεργετισμού. Μέσω της ιδεολογίας αυτής εκφράστηκε η σχέση της υποκειμενικότητας και του πολιτισμικού περιβάλλοντος που πλαισιώνει την εκάστοτε υποκειμενικότητα. Η διαλεκτική αυτή σχέση συντάσσει τη συγκεκριμένη ιδεολογία στο σημείο συνάντησης και τομής μεταξύ ορισμένων διπόλων: Προσωπικές φαντασιώσεις και φιλοδοξίες αλληλοεπιδρούν με συλλογικά προτάγματα και κριτήρια αναγνώρισης, ενώ προκύπτει και επαναπροσδιορισμός των ταυτοτήτων με όρους μετάβασης από την παραδοσιακότητα στη νεοτερικότητα.
Η λειτουργία των ευεργετών υπήρξε ιστορικά προοδευτική και καθοριστική για τη συγκρότηση των κρατικών θεσμών και τη διάδοση της ανερχόμενης τότε αστικής κουλτούρας. Aλλωστε, η συμμετοχή πλείστων όσων στην Τεκτονική Στοά, προνομιακό τότε φορέα και τόπο επεξεργασίας και προώθησης του αστικού ιδεολογικού και θεσμικού μετασχηματισμού, δείχνει ότι αντικειμενικά λειτουργούσαν σαν «οργανικοί διανοούμενοι» (με την Γκραμσιανή έννοια), σαν ιστορικοί λειτουργοί με ανεπτυγμένη ταξική συνείδηση και επίγνωση των σκοπών της τάξης τους. Μέσα στις νέες συνθήκες που επέβαλε ο κοινωνικός μετασχηματισμός, οι ευεργέτες λειτούργησαν ως «χρηματοφόρα υποκείμενα» ικανά να αναλάβουν εγχειρήματα συλλογικά με όρους ατομικού έργου.
Υπό αυτήν την έννοια, η ιδεολογία του ευεργετισμού αντιπροσωπεύει μια κορυφαία εκδήλωση της κοινωνικής, εθνικής και διαπολιτισμικής συνείδησης, η οποία, παρακάμπτοντας τις ιστορικά προσδιορισμένες στενότητες της κρατικής μέριμνας, ανέδειξε τη στρατηγική υπεροχή της υποκειμενικής, ανθρωποκεντρικής διάστασης του κοινωνικού βίου.
Νικόλαος Στουρνάρης (Μέτσοβο 1806 – Αθήνα 1852)
ΓENNHMENOΣ στο Μέτσοβο, ανιψιός του Μιχαήλ Τοσίτσα (1787-1856) και πεθερός του Γεωργίου Αβέρωφ (1818-1879). Νέος μετανάστευσε στο Λιβόρνο, όπου εργάστηκε στον εμπορικό οίκο των θείων του, αδελφών Τοσίτσα. Eκανε εμπορικές σπουδές στο Παρίσι και κατόπιν εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια, για να αναλάβει γρήγορα τη διεύθυνση της επιχείρησης του θείου του, ενός από τους μεγαλύτερους εμπορικούς οίκους της Αιγύπτου. Η εμπειρία του αυτή, τα ταξίδια του σε Ευρώπη και Ανατολή, καθώς και οι προσπάθειες εκσυγχρονισμού της Αιγύπτου εκείνη την εποχή, τον έπεισαν ότι, αντιστοίχως, η οικονομία του νέου ελληνικού κράτους έπρεπε να στηριχτεί στην ταχεία γεωργική, εμπορική και βιομηχανική ανάπτυξη, ακολουθώντας το παράδειγμα της Δυτικής Ευρώπης. Απαραίτητη προϋπόθεση ήταν, βέβαια, η οργάνωση των τεχνικών σπουδών.
Η σύλληψη της ιδέας για την ίδρυση του Πολυτεχνείου εντάσσεται ακριβώς σ’ αυτούς τους προσανατολισμούς για τον εκσυγχρονισμό της Ελλάδας, την οποία επισκέφθηκε το 1829, το 1837 και το 1846. Το 1849 αποσύρθηκε από τη διεύθυνση του οίκου Τοσίτσα και τρία χρόνια αργότερα επέστρεψε μόνιμα στην Ελλάδα. Στόχος του ήταν η προώθηση των επιχειρηματικών του συμφερόντων, σε συνδυασμό με τον εκσυγχρονισμό της οικονομίας και της δομής της τεχνικής εκπαίδευσης. Ο πρόωρος θάνατός του όμως (Οκτώβρης του 1852) ανέκοψε τα σχέδιά του.
Στη διαθήκη του άφηνε τα δύο τρίτα της περιουσίας του στη σύζυγό του και σε διάφορα αγαθοεργά ιδρύματα. «Με τα υπόλοιπα χρήματα της καταστάσεώς μου», συνέχιζε η διαθήκη, «να κτισθεί εις Αθήνας εν λαμπρόν Πολυτεχνείον, όπου να διδάσκωνται όλαι αι βάναυσοι και ωραίαι τέχναι. Oπου να ευρίσκωνται όλα τα εργαλεία της γεωργικής, καθώς και όσα κατά καιρούς εφευρίσκονται, διά να διδάσκηται η εφαρμογή των εις την Ελλάδα, όπως προοδεύση ολίγον κατ’ ολίγον η γεωργία μας, αύτη η βάσις αληθούς ευτυχίας ενός έθνους». Το όνειρό του επρόκειτο να γίνει πραγματικότητα χάρη στο ενδιαφέρον που επέδειξαν αργότερα δύο ακόμη Μετσοβίτες ευεργέτες: ο Μιχαήλ Τοσίτσας και ο Γεώργιος Αβέρωφ.
Θεόδωρος Π. Κότσικας
Ο Θεοδωροσ Κοτσικασ γεννήθηκε το 1899 στο Κάιρο και ήταν γιος της Μαρίας Πεζά και του Πολυχρόνη Κότσικα, από την Κάρυστο της Εύβοιας. Τρίτη γενεά της ισχυρότατης οικογένειας στην Αίγυπτο, δραστηριοποιήθηκε στον χώρο της τότε ακμάζουσας ελληνικής παροικίας του Καΐρου, συνδέοντας την παρουσία του με την ανάπτυξη της αιγυπτιακής οικονομίας και κοινωνίας και με την οργάνωση και πρόοδο του παροικιακού ελληνισμού.
Ο Θεόδωρος Π. Κότσικας παντρεύτηκε τη Δέσποινα Μπενάκη – εγγονή του εθνικού μας ευεργέτη Εμμανουήλ Μπενάκη. Ως βιομήχανος, διηύθυνε τον οικονομικό κολοσσό της οινοπνευματοποιίας Κότσικα. Διετέλεσε επί μακρόν πρόεδρος του Ελληνικού Εμπορικού Επιμελητηρίου Καΐρου και πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας Καΐρου.
Η εθνική ιδεολογία και ο κοσμοπολιτισμός συνυπάρχουν στην ευεργετική του λειτουργία. Τα κληροδοτήματά του αφορούν την Κάρυστο (ιδιαίτερη πατρίδα), το Κάιρο (παροικία) και το εθνικό κέντρο, ένα τρίπτυχο που συχνά το συναντούμε στους ευεργέτες.
Παρακινούμενος από το αίσθημα κοινοτικής συνείδησης και ευθύνης που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του, ανέλαβε την ανοικοδόμηση της Mονής του Αγίου Γεωργίου και του Επιτροπείου Καΐρου, τόπο κατοικίας του Πατριάρχη Αλεξανδρείας και Πάσης Αφρικής. Η ενίσχυση των οικονομικά ανήμπορων της παροικίας και των «απόρων κορασίδων» της Καρύστου αποτελούσε συνεχή του μέριμνα. Στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, ενισχύοντας την Ελλάδα, χρηματοδότησε την κατασκευή δύο πολεμικών αεροπλάνων, ενώ από τη θέση του προέδρου της Κοινότητας Καΐρου ανέλαβε την περίθαλψη των τραυματιών πολέμου δημιουργώντας ειδική πτέρυγα στο Κοινοτικό Νοσοκομείο.
Nωρίτερα, το 1928, διέθεσε 20.000 λίρες για την ίδρυση Σχολής (και μουσουλμανικών τεμένων) αποκλειστικά για τους γηγενείς. Η Σχολή λειτούργησε στην οδό Χελουάν, της περιοχής Tourah, όπου βρισκόταν το αποστακτήριο και το εργοστάσιο οινοποιίας Κότσικα. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει την ευρεία κοινωνική του συνείδηση και τον βαθμό ένταξής του στο κοινωνικό και θρησκευτικό περιβάλλον της Αιγύπτου. Aνθρωπος της ευποιίας, την οποία άσκησε πάντοτε διακριτικά και αφανώς, ο Θεόδωρος Π. Κότσικας δεν περιόρισε την ευεργετική του δράση μόνο σε ομοεθνείς και ομοθρήσκους, αλλά επεκτάθηκε και σε αλλοεθνείς και αλλοθρήσκους, αναδεικνύοντας έτσι τα στοιχεία της οικουμενικότητας και του ανθρωπισμού που έμειναν να τον χαρακτηρίζουν.
Βιβλιογραφία:
1. Αθ. Πολίτης, «Ο Ελληνισμός και η Νεωτέρα Αίγυπτος», εκδ. Γράμματα, Αλεξάνδρεια 1928-1930.
2. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη, «Ευεργετισμός και Προσωπικότητα», τόμοι Α΄& Β΄, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2002.
3. «Αλεξανδρινές Οικογένειες: Χωρέμη-Μπενάκη-Σαλβάγου», εκδ. Κέρκυρα, Αθήνα 2004.
(Δημοσιευμένο στο ένθετο Επτά Ημέρες της Καθημερινής , 12/02/2006)