Ο 19ος και οι αρχές του 20ου αιώνα αποτελούν την «εποχή της αυτοκρατορίας», δηλαδή την παγκόσμια επέκταση του αποικιοκρατικού συστήματος με κέντρο τις δυτικές μητροπόλεις. Η δυναμική του και οι αντιφάσεις του κορυφώνονται και παίρνουν μορφές που οδηγούν στην κρίση και διάλυση του εν λόγω συστήματος κατά τον « βραχύ εικοστό αιώνα », δηλαδή στα χρόνια που ακολούθησαν τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο μέχρι την πτώση της «σοβιετικής αυτοκρατορίας»[1].
Ο παροικιακός Ελληνισμός εντάσσεται οργανικά στη διαδικασία συγκρότησης του αποικιακού συστήματος και στον συνακόλουθο διεθνή καταμερισμό της εργασίας. Στη νεότερη Αίγυπτο, σαφής και διακριτή παρουσία των Ελλήνων διαπιστώνεται στις αρχές του 19ου αιώνα επί aΜωχάμετ Άλη[2].Μετά την εγκατάστασή τους εκεί, οργανώθηκαν σε Κοινότητες και μερίμνησαν για την καλή θεσμική και κοινωνική τους λειτουργία. Φρόντισαν να καλύψουν τις εσωτερικές ανάγκες της παροικίας χτίζοντας εκκλησίες και σχολεία, ορφανοτροφεία, νοσοκομεία, βρεφοκομεία και γηροκομεία, με αποτέλεσμα να διακριθεί η ιδιαιτερότητα του πολιτισμικού τους χαρακτήρα και να εδραιωθεί το αίσθημα της εθνικής συνείδησης στον εκτός του περιορισμένου ελληνικού κράτους παροικιακό χώρο.
Στο πλαίσιο της οργάνωσης, λειτουργίας και ανάπτυξης των ελληνικών κοινοτήτων, ιδιαίτερο ρόλο έπαιξαν οι Αδελφότητες ή Πατριές, όπως τις αποκαλούσε ο Ελληνισμός της Αιγύπτου. Μέσα στο πλαίσιο πάντα του κοινοτικού χώρου, η σύστασή τους γινόταν με κριτήρια εθνικοτοπικά. Εκείνο που χαρακτηρίζει τον τρόπο συγκρότησης και λειτουργίας των Αδελφοτήτων είναι η υπεροχή του κριτηρίου της καταγωγής από την ίδια ιδιαίτερη πατρίδα, η σύσφιξη των δεσμών μεταξύ των ιδιαίτερων Ελλήνων της παροικίας και η εξασφάλιση σ΄ αυτούς υλικής και ηθικής βοήθειας.
Σε κάθε περίπτωση, η λειτουργία των Αδελφοτήτων στηρίχθηκε στην εσωτερική αλληλεγγύη. Η αλληλοϋποστήριξη και η καλλιέργεια καλών εσωτερικών σχέσεων στο επίπεδο της συγκροτημένης ομάδας αποτέλεσαν διαρκή ζητούμενα, ενώ οι υποχρεώσεις τους προς τα σχολεία και την ενθάρρυνση των ελληνικών σπουδών, προς την εκκλησία και το νοσοκομείο, ήταν σταθερή και μόνιμή τους δέσμευση. Παράλληλα λειτούργησαν υποδειγματικά και σε ό,τι αφορούσε την καλλιέργεια σχέσεων « καλής γειτονίας και συμβίωσης » με τον ευρύτερο Αιγυπτιακό χώρο.
Πέρα από την αλληλεγγύη, την αλληλοϋποστήριξη και την κοινωνική συνδρομή, οι Αδελφότητες καλλιέργησαν και την ατομική πορεία ορισμένων μελών τους, στο βαθμό που ανέδειξαν το πρότυπο της ατομικής λειτουργίας.
Με την οικονομική επέκταση των ευρωπαϊκών Μεγάλων Δυνάμεων του 19ου αιώνα έγινε και το ιστορικό άνοιγμα της Αιγύπτου προς τη Δύση. Η καθιέρωση και επέκταση της καλλιέργειας του βάμβακος οδήγησε στην αλλαγή της οικονομίας της και στην ανάπτυξη του εμπορίου. Παράλληλα, οδήγησε στην εισαγωγή δυτικών θεσμικών προτύπων, στην ανάπτυξη του τραπεζικού συστήματος και των χρηματιστικών εργασιών, καθώς και στην προώθηση των υποδομών ανάπτυξης.
Με το γύρισμα του αιώνα, η κυρίαρχη θέση των ευρωπαϊκών Μεγάλων Δυνάμεων και η ένταξη της Αιγύπτου στον παγκόσμιο καταμερισμό της εργασίας οδήγησε τους Έλληνες στην ίδρυση του Ελληνικού Εμπορικού Επιμελητηρίου Αλεξανδρείας ( 1901), με πρώτο πρόεδρο τον Εμμανουήλ Μπενάκη. Σ΄αυτό συμμετείχε μεγάλος αριθμός εμπόρων, πολλοί από τους οποίους είχαν το μονοπώλιο ορισμένων προϊόντων, όπως ήταν ο καπνός, το οινόπνευμα, τα δέρματα. Μετείχε όμως και πλήθος μικροεμπόρων, που αναζητούσαν υπό την αιγίδα του υποστήριξη και αλληλλεγγύη μεταξύ των ομοεθνών.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, η οικονομική επέκταση των ευρωπαϊκών Δυνάμεων αλλά και η πληρέστερη οργάνωση της Αιγυπτιακής οικονομίας οδήγησαν στην επέκταση του Ελληνικού Εμπορικού Επιμελητηρίου Αλεξανδρείας και στην ίδρυση δεύτερου στο Κάιρο, το 1923. Στα μηνιαία δελτία των δύο ελληνικών εμπορικών επιμελητηρίων έχει καταγραφεί η αξιοσημείωτη εμπορική δραστηριότητα των Ελλήνων στην Αίγυπτο.
Το συνολικό αποτέλεσμα της οικονομικής τους παρουσίας παραδειγματικά εικονογραφείται από τις ξεχωριστές διαδρομές κορυφαίων επιχειρηματιών, οι οποίοι, πέρα από την ατομική πορεία και την οικονομική λειτουργία, πέρα από την καλλιέργεια της εθνικοτοπικής σχέσης αλληλεγγύης στο πλαίσιο της Αδελφότητας, ενδιαφέρθηκαν για την πορεία και την προκοπή τόσο της ιδιαίτερης πατρίδας τους όσο και του εθνικού κέντρου. Μεταξύ αυτών ευρίσκονται τυπικά και οι μεγάλοι ευεργέτες.
Ως πλούσιοι έμποροι, επιτυχημένοι βιομήχανοι ή διαπρεπείς τραπεζίτες, διέθεσαν μεγάλο μέρος της περιουσίας τους προκειμένου να καλύψουν ελλείμματα των κοινοτήτων τους εκεί, στην Αιγυπτιακή χώρα που τους υποδέχθηκε και όπου έζησαν μεγάλο μέρος της ζωής τους. Ανέλαβαν τη διεκπεραίωση ζητημάτων που άπτονται της κοινωνικής πρόνοιας και αρωγής ( Μπενάκειο, Κανισκέρειο, Σπετσεροπούλειο). Ενδιαφέρθηκαν για τη μόρφωση των ομοεθνών τους χτίζοντας εκπαιδευτήρια ( Τοσιτσαία Σχολή, Αβερώφειο Παρθεναγωγείο, Αμπέτειος Σχολή, Σαλβάγειος Επαγγελματική Σχολή, Φαμηλιάδειος Σχολή, Αχιλλοπούλειο Παρθεναγωγείο, Ξενάκειος Αστική Σχολή). Φρόντισαν για τη συντήρηση των γερόντων ( Αντωνιάδειο Γηροκομείο). Ανέλαβαν την ανέγερση νοσοκομείων (Κοτσίκειο, Αχιλλοπούλειο) και, εστιάζοντας σε στοιχεία της ταυτότητάς τους που αφορούσαν την ελληνικότητα και την ορθοδοξία, διέθεσαν χρήματα για την ανοικοδόμηση ναών, ενισχύοντας έτσι τους ιερούς χώρους συγκέντρωσης των εκπατρισμένων Ελλήνων.
Στην ιδιαίτερη πατρίδα τους έκαναν αισθητή την παρουσία τους χτίζοντας και εκεί σχολεία. Έγιναν χορηγοί υποτροφιών. Έκαναν έργα υποδομής. Ανέλαβαν την προικοδότηση των άπορων κοριτσιών «αμέμπτου ηθικής και αρίστης διαγωγής » των συντοπιτών τους. Τέλος, ενίσχυσαν το εθνικό Κέντρο συνεισφέροντας μεγάλα χρηματικά ποσά και αναλαμβάνοντας τη διεκπεραίωση μεγάλων έργων[3].
Μεταξύ αυτών που ως προς την κοινωνική και ιστορική τους λειτουργία υπήρξαν Ευεργέτες, ορισμένοι υπήρξαν και Εθελοντές.
Ο Αιγυπτιώτης Ελληνισμός έχει να επιδείξει πλούσια παράδοση Εθελοντισμού και Ευεργετισμού. Πρόκειται για δύο παράγωγα −το καθένα με τη δική του ιστορικότητα– μιας κοινής ιδεολογικής βάσης, που αντιστοιχεί στην έμπρακτη εκπλήρωση ενός χρέους προς την κοινότητα σε διάφορες κλίμακες και με διαφορικές μορφές.
Ακολουθώντας μια συγκριτική μεθοδολογία ως προς το υπόστρωμα των δύο εννοιών και πρακτικών στην Αιγυπτιώτικη παροικία τον 19ο και 20ο αιώνα, με έμφαση στους Βαλκανικούς , τον Α΄ και Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, αναδεικνύονται οι ιδιαιτερότητες και οι λογικές, καθώς και οι συσχετίσεις και διαφορές μεταξύ Εθελοντισμού και Ευεργετισμού, όπως και η συνάρτησή τους με τις ιστορικές συνθήκες.
Εθελοντισμός και Ευεργετισμός έχουν ένα κοινό ιδεολογικό υπόβαθρο με τρία συστατικά :
α) Το αίσθημα της κοινότητας βίου.
β) Την έμπρακτη μέριμνα για τον άλλον ως χρέος είτε σε ατομικό είτε σε συλλογικό επίπεδο, και
γ) την γενναιοδωρία της χειρονομίας.
Ο Εθελοντισμός συνίσταται στη συνεισφορά χρόνου και έργου ( όχι υλικών στοιχείων και χρήματος ) για κοινό συλλογικό σκοπό με οργανωμένη – θεσμική πλαισίωση. Εκφράζεται δε ως ετοιμότητα των ανθρώπων να ταυτιστούν με κάποια υπόθεση η οποία , κατά την άποψή τους, αξίζει τον κόπο για συνεισφορά χρόνου και έργου γι΄αυτήν.[4] Μεγάλη είναι, για παράδειγμα, η συμβολή των εθελοντών σε κάθε πολεμική σύρραξη. Άλλες μορφές εθελοντισμού, σε καιρό ειρήνης, έχουν επίσης παρουσία και λειτουργικότητα. Για παράδειγμα, εθελοντές προστασίας ή αναβάθμισης του περιβάλλοντος και του πολιτισμού, εθελοντές πυροσβέστες, εθελοντές αιμοδότες, εθελοντές συνοδοί αθλητών στους Ολυμπιακούς ή άλλους αγώνες, εθελοντές ρυθμιστές κυκλοφορίας στην έξοδο σχολείων, εθελοντές για το κοινωνικό παντοπωλείο και το συσσίτιο σε περιόδους οικονομικής κρίσης, κλπ.
Ο Αιγυπτιακός παροικιακός χώρος αποτέλεσε μία παραδειγματική πλατφόρμα αποτύπωσης των υφισταμένων πηγών και μορφών άντλησης εθελοντών και προσφοράς εθελοντικού έργου. Πρόκειται για μηχανισμούς που εγγράφονται στη λογική είτε της ενίσχυσης της εσωτερικής κοινοτικής συνοχής ( δομική λειτουργικότητα ) είτε της υποστήριξης του Εθνικού Κέντρου και της εδαφικής ολοκλήρωσης του Ελληνικού κράτους ( ιστορική λειτουργικότητα της πράξης ).
Ο Εθελοντισμός απαντάται συστηματικά στην Ελληνορθόδοξη παράδοση και αποτυπώνει την προσφορά πολλών προς πολλούς μέσω της απαραίτητης θεσμικής πλαισίωσης. Τέτοια παραδείγματα οργανωμένων δομών εθελοντών στον Ελληνισμό της Αιγύπτου αποτελούν οι πολυάριθμες εθελοντικές Οργανώσεις, Σωματεία, Σύλλογοι κι άλλα παρόμοια κοινωνικά σχήματα που λειτούργησαν τον 19ο και 20ο αιώνα.
Η εθελοντική στρατολόγηση στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, η εθελοντική συμβολή του Αιγυπτιώτη Ελληνισμού στον πόλεμο του 1912-1913, η κρίσιμη συνεισφορά της Ελληνικής Αλεξάνδρειας με την αποστολή του φορητού χειρουργείου του Κυανού Σταυρού, τη γιατρό Αγγελική Παναγιωτάτου και τις εθελόντριες αδελφές νοσοκόμες στο πεδίο των μαχών, όπως και η στρατολόγηση των Αιγυπτιωτών εθελοντών στον Α΄και Β΄παγκόσμιο πόλεμο, εγγράφονται στις περιπτώσεις υποστήριξης του Εθνικού Κέντρου κι αφορούν τους πολίτες που ατομικά συντάχθηκαν στην εθελοντική προσωπική στράτευση στις κρίσιμες εκείνες ώρες για το έθνος. Πρόκειται για την εθελοντική δράση που βρίσκεται στο απόγειο της προσφοράς, δεδομένου ότι στις εμπόλεμες συρράξεις το εθελοντικό ρίσκο είναι πολύ μεγάλο. Και εικονογραφεί τις ιδιαίτερες εκείνες περιπτώσεις όπου ο άνθρωπος βρίσκεται μεταξύ δύο θανάτων : ανάμεσα στον φυσικό του θάνατο και σ΄εκείνον που μπορεί να επιλέξει. Η εν λόγω υπαρξιακή διάσταση του εθελοντισμού εικονογραφεί παραδειγματικά το ότι, το να υπάρχεις, είναι τυχαίο. Το πώς υπάρχεις, όχι και τόσο τυχαίο.
Ο Στέφανος Καζούλλης, γιός της μεγάλης Ροδίτικης οικογένειας των Ευεργετών, στρατευμένος εθελοντικά στην Αεροπορία, σκοτώθηκε όταν το αεροπλάνο του έπεσε πάνω από την Σαντορίνη. Και ο Ιωάννης Βατιμπέλλας, γιός του αντιπροέδρου της Ελληνικής Κοινότητας Αλεξανδρείας Νικολάου Βατιμπέλλα, μαζί με 142 Αιγυπτιώτες εθελοντές απ΄όλα τα στρώματα του πληθυσμού, πρόσφεραν τις ζωές τους στον Β΄Παγκόσμιο πόλεμο, πολεμώντας για την Ελλάδα και το ιδανικό της ελευθερίας [5]. Μαζί τους πολέμησαν και 103 εθελοντές από την Μανσούρα, εκ των οποίων οι 5 σκοτώθηκαν στο πεδίο των μαχών[6]. Από το παράδειγμα αυτό συμπεραίνουμε ότι ο εθελοντισμός εκτός από ανθρωπολογικός είναι και διαταξικός.
Πέρα από τις ένοπλες μορφές συμμετοχής στην προάσπιση της εθνικής ύπαρξης, τον ίδιο διαταξικό χαρακτήρα έχει και η εθελοντική στρατολόγηση ατόμων στην προάσπιση και ανάδειξη ενός ορισμένου κοινωνικού έργου για το κοινό καλό. Η συχνή διοργάνωση εράνων για την κάλυψη οικονομικών ελλειμμάτων της παροικίας, οι επανειλημμένες συστηματικές συλλογές ρούχων και τροφίμων για τους ενδεείς της παροικίας, οι επαναλαμβανόμενες λαχειοφόρες αγορές με προστοχευμένη τη διάθεση του χρηματικού ποσού πού θα συγκεντρωνόταν για κοινωφελείς σκοπούς, η ετήσια διοργάνωση και λειτουργία των παιδικών εξοχών στο Αλεξανδρινό προάστιο Σίντι Μπίσρ για 150 παιδιά των φτωχότερων τάξεων της παροικίας, Σύλλογοι κυριών, η σύσταση του « Συνδέσμου Ελληνίδων », στον οποίο συμμετείχαν Ελληνίδες –κυρίες και δεσποινίδες− της Αλεξάνδρειας, πολλές από τις οποίες προέρχονταν από τα πλέον επίλεκτα κοινωνικά στρώματα, Οργανισμοί και Σωματεία με πλούσια φιλανθρωπική και πατριωτική δράση, αναδεικνύουν τον εθελοντισμό ως κατεξοχήν πολιτισμικό δείκτη της νοοτροπίας της παροικίας.
Η σύσταση του « Πατριωτικού Μικρασιατικού Συνδέσμου » το 1918, η « Ελληνική Ένωσις των Νέων » το 1922, όπως και η συγκρότηση του
« Εθνικού Συνδέσμου Ελληνίδων », που στα δραστήρια μέλη της συγκαταλέγεται και η Κυπρία Αικατερίνη Δ. Ζαρίφη, κόρη του Κυπρίου Ευεργέτη Δημητρίου Ζαρίφη, σε μία συνειδητή εθελοντική προσφορά «υπέρ της Εθνικής ελευθερίας » εξασφάλισαν υλική και ηθική βοήθεια στους 16.000 Μικρασιάτες πρόσφυγες που έφτασαν το 1922 στην Αίγυπτο.
Κάθε εθνική προσπάθεια, κάθε έμπρακτη κατάθεση, είναι κοινωνικό έργο. Το ερευνητέον εδώ είναι τι καταθέτει έκαστος των πολιτών. Η κατάθεση προσωπικής εργασίας, η προσωπική ηθική στράτευση, συνιστά εθελοντισμό και χαρακτηρίζει τον εθελοντή. Η κατάθεση μεγάλου χρηματικού ποσού συνιστά ευεργεσία και χαρακτηρίζει τον ευεργέτη.
Η σύμπτυξη και συμπύκνωση των λειτουργιών ολόκληρης της κοινότητας σε ένα πρόσωπο προσδιορίζει τα χαρακτηριστικά του ευεργέτη και αναδεικνύει το πλαίσιο ανάπτυξης της ιδεολογίας του ευεργετισμού. Από τη σύμπτυξη αυτή προκύπτει ο ουσιαστικός μηχανισμός του φαινομένου, που υποστηρίζεται από τη νοοτροπία της κοινωνικής αλληλεγγύης και της προσωπικής αναγνώρισης, ενώ σηματοδοτεί τη διαδικασία μετάβασης από την παραδοσιακότητα (εμείς/ συλλογικό έργο) στη νεωτερικότητα ( εγώ/ατομική λειτουργία ) και τη συναφή ανάδειξη της προσωπικής διαδρομής με όρους ατομικής ευποιίας[7]. Ο ευεργετισμός λοιπόν αναφέρεται στην ατομική έκφραση της εθνικής και κοινωνικής συνειδητότητας πού φθάνει σε υψηλές μορφές πραγμάτωσης μέσα από συγκεκριμένες πράξεις οικονομικού χαρακτήρα, οι οποίες όμως έχουν αποφασιστική επίπτωση στον εθνικό η κοινοτικό βίο[8].
Η λειτουργία των ευεργετών – όπως είδαμε− έχει τριπλή γεωγραφική κατεύθυνση. Ευεργετούν τον παροικιακό χώρο, την ιδιαίτερη πατρίδα και το Εθνικό κέντρο. Η τοπική κοινωνία, η γη των προγόνων και το Εθνικό κέντρο συνυπάρχουν στην ευεργετική λειτουργία και συνιστούν ένα τρίπτυχο που συχνά συναντάται στους ευεργέτες. Έτσι, το Εθνικό Πανεπιστήμιο, το Μετσόβειο Πολυτεχνείο, η Εθνική Βιβλιοθήκη, το Καλλιμάρμαρο Στάδιο, το Ωδείο Αθηνών, το Μουσείο Μπενάκη είναι μερικά μόνο από τα ευεργετήματα του Ελλαδικού χώρου που στέκονται δίπλα σε πληθώρα Σχολείων, Εκκλησιών, Νοσοκομείων, Ορφανοτροφείων και Γηροκομείων του παροικιακού χώρου και της ιδιαίτερης πατρίδας τους.
Ο ευεργετισμός λοιπόν, λόγω της κλίμακας της χειρονομίας και της θεσμικής σπουδαιότητας του ευεργετήματος, εδράζεται μεν σε εσωτερικές παρορμήσεις, αλλά συναρτάται κατά κύριο λόγο με ιστορικές περιστάσεις πού κάνουν ώστε να αναδεικνύεται ο ιστορικός ρόλος των ευεργετών ως προοδευτικός εφόσον λειτουργούν ως οργανικοί διανοούμενοι[9] –οργανωτές της ηγεμονίας– της αστικής τάξης σε εθνικό και οικουμενικό επίπεδο[10].
Οι ευεργέτες ως οργανικοί διανοούμενοι είδαν το πεπρωμένο της τάξης τους σε ευρύτερη προοπτική και το υπηρέτησαν εις βάρος των προσωπικών υλικών τους συμφερόντων. Οι άνθρωποι αυτοί εργάσθηκαν για την ηγεμονία της τάξης τους στο σύνολο του έθνους και της κοινωνίας και συνέβαλαν στην εμπέδωση αυτής της ηγεμονίας με όρους όχι μόνο οικονομικής και πολιτικής ισχύος και κυριαρχίας, αλλά κυρίως στο επίπεδο της ιδεολογικής, νοοτροπικής και πνευματικής διάκρισης, υπεροχής, καθολικής αναγνώρισης και εν τέλει ηγετικής λειτουργίας.[11] Οι ευεργέτες λοιπόν υπήρξαν λειτουργοί της ιστορίας στον ύψιστο βαθμό, διότι συνταύτιζαν την προσωπική με την ιστορική τους λειτουργία. Δηλαδή συνέζευξαν την εμπέδωση της προσωπικής και οικογενειακής τους κυριαρχίας με την ηγεμονία της τάξης τους στο οικονομικό, πολιτικό και θεσμικό πεδίο, καθώς και στην ιδεολογική και πνευματική ζωή, συμβάλλοντας έτσι στη συγκρότηση της εθνικής ταυτότητας και του εθνικού κράτους. Ειδικά τώρα σε περιπτώσεις ανθρώπων που διέσωσαν μείζονα πολιτιστικά αγαθά της ανθρωπότητας και τα διέθεσαν στην πρόσβαση των πολλών ( για παράδειγμα, ιδρύοντας Μουσεία ), αυτή η ιστορική λειτουργία αποκτά και οικουμενικές διαστάσεις.
Από όσα ειπώθηκαν μέχρι τώρα συμπεραίνουμε ότι ο ηθικός βίος του κοινοτισμού στην Αιγυπτιώτικη παροικία ήταν πολύ ισχυρός. Γι΄αυτό κι έχουμε πλείστα παραδείγματα εθελοντισμού και ευεργετισμού, εφόσον και οι δύο αυτές έννοιες αποδίδουν ηθικούς δεσμούς. Ο ίδιος ηθικός δεσμός, δηλ. η προσφορά στον άλλον, λειτουργεί σε διαφορετική κλίμακα και με διαφορετικά μέσα. Ο ευεργέτης αναλαμβάνει σε προσωπικό επίπεδο έργα που αντιστοιχούν στην κλίμακα της κοινωνικής συλλογικότητας, όπως είναι η θεμελίωση ενός νοσοκομείου, ενός πανεπιστημίου ή η χρηματοδότηση της ναυπήγησης ενός πολεμικού πλοίου, όπως έκανε ο Γεώργιος Αβέρωφ, ή η αγορά δύο πολεμικών αεροπλάνων για την ενίσχυση της Ελληνικής Αεροπορίας, όπως έκανε ο Θεόδωρος Π. Κότσικας [12]. Ο εθελοντής πάλι αναλαμβάνει έργα που αντιστοιχούν στην ατομική κλίμακα, όπως είναι η προσωπική προσφορά χρόνου και ικανοτήτων. Και στις δύο περιπτώσεις (ευεργετισμός και εθελοντισμός ) κατευθυντήρια δύναμη είναι η γενναιοδωρία της χειρονομίας. Στην περίπτωση του εθελοντισμού, ο εθελοντής προσφέρει από το υστέρημά του, ενώ ο ευεργέτης προσφέρει από το περίσσευμά του λειτουργώντας ως « χρηματοφόρο υποκείμενο »[13], ικανό να αναλάβει με όρους ατομικού έργου, αντικείμενα « συλλογικά », τα οποία στην παραδοσιακή κοινωνία μόνο ως έργα συλλογικών οντοτήτων νοούνται. Και από την άποψη αυτή, της γενναιδωρίας, ο ευεργετισμός ως ταξικός είναι όμορος του διαταξικού εθελοντισμού. Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ τους συνίσταται στην προσωπική ή στην υλική προσφορά.
Ο Γεώργιος Γούσιος, παλαιός Γαριβαλδινός και εύπορος Αλεξανδρινός το 1866 –σε ηλικία 23 ετών– έχασε το ένα του πόδι πολεμώντας στο πλευρό του Γαριβάλδη για την συνένωση των κρατιδίων ( Risorgimento ) της Ιταλίας. Το 1878 –σε ηλικία 35 ετών– έχασε το δεξί του μάτι στην μάχη του Πλατάνου για την απελευθέρωση της Θεσσαλίας. Στη δράση του κατά την επανάσταση του 1896 στην Κρήτη, αναφέρθηκε και ο καθηγητής του Αβερωφείου Γυμνασίου Αλεξανδρείας Στυλιανός Παπαδάκης σε λόγο που εκφώνησε στην Αλεξάνδρεια, στις 23 Δεκεμβρίου 1898, τονίζοντας : « Εφάμιλλος δε προς την εν τοίς πεδίοις των μαχών ανδρείαν υπήρξε και η των έξω ομογενών ένθερμος αρωγή και ενθάρρυνσις. Απόδειξις έστω η εν Αιγύπτω παροικία….ο Γεώργιος Γούσιος ο οποίος δυστυχώς δεν υπάρχει σήμερον εν ζωή, ίνα μεθ΄ ημών χαρή και πανηγυρίση »[14].Το 1897 πάλι, στρατολόγησε εθελοντές και πολέμησε στον ατυχή Ελληνοτουρκικό πόλεμο.
Ο Γεώργιος Γούσιος αντιπροσωπεύει λοιπόν υπόδειγμα εθελοντικής προσφοράς. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι, σε αντιδιαστολή με την εθελοντική του στάση, παρά την οικονομική του ευρωστία, στη διαθήκη του αγνόησε εντελώς τα παροικιακά ιδρύματα: Δηλαδή, αν και μπορούσε, δεν λειτούργησε ως ευεργέτης[15].
Απέναντί του ο κορυφαίος των πλουσίων ομογενών, ο Γεώργιος Αβέρωφ. Γενναιόδωρος, με πολλά ευεργετήματα, χαρακτηρίστηκε Εθνικός ευεργέτης, δίχως να ενεργήσει ποτέ ως εθελοντής
Και τώρα, μεταξύ αυτών διακρίνονται και άλλοι που λειτούργησαν και ως εθελοντές και ως ευεργέτες. Αναφέρομαι ενδεικτικά στο παράδειγμα των επιφανών Αιγυπτιωτών, όπως οι : α) Ιωάννης Καρτάλης, ο οποίος, εκφράζοντας το μέγεθος της εθνικής του συνείδησης εγκατέλειψε το 1866 την Αίγυπτο και ως αρχηγός σώματος Θεσσαλών πήρε μέρος στην Κρητική επανάσταση όπου διατηρούσε δικό του εθελοντικό σώμα εκατό (100) περίπου ανδρών, και το 1878, όταν κηρύχθηκε η Θεσσαλική επανάσταση σχημάτισε νέο εθελοντικό σώμα 30 ανδρών και πήρε μέρος στις μάχες της Μακρυνίτσας και του Σαρακήνου. Εθελοντής κατετάγη επίσης και το 1897 όταν κηρύχθηκε ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος.[16] β) Ο Ιερώνυμος Κασσαβέτης, ο οποίος, το 1878, συντηρώντας δικό του σώμα εθελοντών, έλαβε μέρος στην επανάσταση της Θεσσαλίας.[17] γ) Ο Αντώνιος Μπενάκης και ο σύζυγος της αδελφής του Πηνελόπης , ο Στέφανος Δέλτα, που κατετάγησαν εθελοντές στον ατυχή Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897[18]. δ) Ο Ιωάννης Καζούλλης, ο οποίος κατετάγη εθελοντικά στον Α΄ και Β΄ Βαλκανικό πόλεμο και υπηρέτησε ως Έφεδρος του Βασιλικού Ναυτικού σε όλη τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, ενώ κατέθεσε την προσωπική του προσπάθεια για την επίλυση του Δωδεκανησιακού ζητήματος και την Ένωση των νησιών του Αιγαίου με την Ελλάδα.[19] ε) Ο Γεώργιος Χωρέμης, ο οποίος κατετάγη εθελοντής στο στρατό και έλαβε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-1913. Θέλω να σταθώ λίγο σε αυτόν , επειδή ο Γεώργιος Χωρέμης, με το τέλος των Βαλκανικών πολέμων, αποποιήθηκε την Αγγλική υπηκοότητα που είχε, ενισχύοντας έτσι την Ελληνική του ταυτότητα. Ο ίδιος Ευεργέτης-Εθελοντής μετείχε πολύπλευρα στις πολεμικές επιχειρήσεις για την απελευθέρωση της προγονικής του γης, της Χίου, από τους Τούρκους[20]. Στη διάρκεια της Κατοχής πάλι, ενώ βρισκόταν στην Αλεξάνδρεια, με δική του πρόταση ιδρύθηκε ο Οργανισμός Περίθαλψης Ελλήνων Στρατιωτών, ενώ συνέχισε να ενισχύει οικονομικά τις οικογένειες των στρατιωτών που πολεμούσαν στη Μέση Ανατολή[21]. Στο γραφείο του μάλιστα απασχολούσε ειδικό υπάλληλο, του οποίου αποκλειστική ευθύνη ήταν η αντιμετώπιση και η διεκπεραίωση του φιλανθρωπικού έργου. στ) Ο Κωνσταντίνος Σαλβάγος, γιός του Προέδρου της Κοινότητας Αλεξανδρείας Μικέ Σαλβάγου, που από ηθικό χρέος κατετάγη εθελοντής στον Β’ παγκόσμιο πόλεμο και βρέθηκε στο μέτωπο του Ελ- Αλαμέιν[22], τον Νοέμβριο του 1942. Για το κίνημα του Αιγυπτιώτη Εθελοντισμού στον πόλεμο αυτό , διαβάζουμε : « Στο Αλαμέιν, οι σταυροί των Ελλήνων της Αιγύπτου δίπλα σε κείνους των αδερφών τους απ΄την Ελλάδα παραμένουν διαρκής και εύγλωττη υπόμνηση ».[23]
Οι άνθρωποι αυτοί, πέρα από την ευεργετική τους δράση και την πληθώρα των ευεργετημάτων τους, λειτούργησαν ισότιμα και στο πεδίο του εθελοντισμού. Για τον Γεώργιο Χωρέμη, μάλιστα, και τον Αντώνη Μπενάκη, οι δωρεές τους και στους Μουσειακούς χώρους της Χίου και της Αθήνας απηχούν την εθνική θεώρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς και το πρόταγμα του μετασχηματισμού της κοινωνίας και της κουλτούρας υπό την ηγεσία και χάριν της κυριαρχίας της αστικής τάξης και ιδεολογίας. Αυτή είναι άλλωστε εξ ορισμού η λειτουργία του οργανικού διανοούμενου μιας τάξης[24], της οποίας φορείς ήταν γενικότερα και οι ευεργέτες εκείνης της εποχής.
Τον κοινό κορμό και την ιδιαιτερότητα που διαφοροποιεί τον ευεργετισμό και τον εθελοντισμό, τα συνοψίζει με τον πιο ουσιαστικό τρόπο ο ποιητής. Και ποιος άλλος ποιητής θα ήταν πιο ταιριαστός για να μιλήσει για ένα θέμα, πού τίμησε τον παροικιακό Ελληνισμό, από τον Κωνσταντίνο Καβάφη ;
Στο ποίημά του λοιπόν ορίζει τις αρετές εκείνων «όπου στην ζωή των ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες», και μεταξύ άλλων αναφέρει :
« Γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι, κι όταν
είναι πτωχοί, παλ΄ εις μικρόν γενναίοι ».
Ματούλα Τομαρά – Σιδέρη
Ιστορικός
Καθηγήτρια Παντείου Πανεπιστημίου
________________________________________
________________________________________
[1] Eric Hobsbawm, Age of Empire και Age of Extremes – The Short Twentieth Century 1914-1991, Abacus, London 1995.
[2] Α. Πολίτης, Ο Ελληνισμός και η νεωτέρα Αίγυπτος, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αλεξάνδρεια, 1928-1930.
[3] Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη, «Κοινωνική και ιστορική λειτουργία του ευεργετισμού», στο Νίκη Τσιρώνη (επιμ.), Τιμή και Τίμημα. Χορηγία, φιλανθρωπία, εθελοντισμός. Η ευθύνη του πολίτη απέναντι στην κοινωνία, Αθήνα : εκδόσεις του Φοίνικα,2009, σσ.79-89.
[4] Για μία πολύπλευρη εξέταση του ζητήματος βλέπε :
1. Πέτρος Παπαπολυβίου, Η Κύπρος και οι Βαλκανικοί Πόλεμοι. Συμβολή στην ιστορία του Κυπριακού εθελοντισμού, εκδ. «Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών Κύπρου», Λευκωσία 1997, σς.455.
2. Υπόδουλοι ελευθερωταί αδελφών αλυτρώτων. Επιστολές, πολεμικά ημερολόγια και ανταποκρίσεις Κυπρίων εθελοντών από την Ήπειρο και τη Μακεδονία του 1912-1913, Εισαγωγή – Επιμέλεια Πέτρος Παπαπολυβίου, εκδ. «Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών Κύπρου», Λευκωσία 1999, σς.479 και παράρτημα φωτογραφιών.
[5] Μανώλης Γιαλουράκης, Η Αίγυπτος των Ελλήνων, Αθήνα: εκδόσεις Καστανιώτη (β΄ έκδοση), 2006, σ.201.
« Συνοπτικά, η προσφορά του Ελληνισμού της Αιγύπτου στην εθνική υπόθεση, δίδεται με τα παρακάτω στοιχεία :
Αιγυπτιώτες Έλληνες στο Πεζικό……………..4.032
Αιγυπτιώτες Έλληνες στο Πολεμικό Ναυτικό…1.614
Αιγυπτιώτες Έλληνες στην Αεροπορία………..1.417
Σύνολο…………7.063
Αιγυπτιώτες που έπεσαν στον πόλεμο…………..142
Χρηματικές προσφορές σε λίρες Αιγύπτου.. 2.000.000
[6] Σύλλογος Αποφοίτων Γυμνασίου Μανσούρας Αιγύπτου, Μαργαρίτα Δρίτσα (επιμ.), Αθήνα 2003, σσ. 93-94
[7] Matoula Tomara-Sideris, “Egyptiot Greek Benefaction: Tradition and Modernity”, Journal of the Hellenic Diaspora, volume 30.2, 2004, pp. 85-96.
[8] Matoula Tomara-Sideris, “Egyptian Hellenism and Benefaction” , Journal of the Hellenic Diaspora, vol. 29.1, 2003, pp. 97-113.
[9] Α. Γκράμσι, «Οι διανοούμενοι», εκδόσεις Στοχαστής, Αθήνα 1972.
[10] Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη, «Αιγυπτιώτης Ευεργετισμός : Συλλογική ευποιία και ατομική εποποιία», στο Δημήτρης Αρβανιτάκης (επιμ.) , ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΕΥΕΡΓΕΤΙΣΜΟΥ ΣΤΗ ΝΕΟΤΕΡΗ ΕΛΛΑΔΑ, Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη, 2006, σσ. 47-59.
[11] Ν. Μακιαβέλλι, «Ο Ηγεμόνας» (μετ. Ν. Καζαντζάκη), εκδόσεις Γαλαξίας, Αθήνα 1967, 3.
[12] Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη, «Οι ΄Ελληνες του Καίρου», Αθήνα: εκδόσεις ΚΕΡΚΥΡΑ ( β΄έκδοση ), 2011, σσ.279-288.
[13] Λ.Αλτουσέρ, «Θέσεις», Αθήνα 1981, σσ.107 κ.ε (« Η ιδεολογία εγκαλεί τα άτομα ως υποκείμενα »)
[14] «Λόγος εκφωνηθείς επί τη απελευθερώσει της Κρήτης κατά την εν Αλεξανδρεία πανήγυριν». Αριθμός Τετραδίου 125188, Πανεπιστήμιο Κρήτης, Αρχείο Στυλιανού Παπαδάκη, Δωρεά Κωνσταντίνου Πικρού.
[15] Με την επιφύλαξη, προφανώς, ότι νεώτερες αρχειακές πηγές δεν θα τεκμηριώσουν και τυχόν ευεργετική πρακτική του. Και σ’ αυτή την περίπτωση, ωστόσο, η εικονογράφηση της διάκρισης μεταξύ ευεργετισμού και εθελοντισμού παραμένει εναργής.
[16]Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη, «Ο Αιγυπτιώτης Ελληνισμός στους δρόμους του βαμβακιού», Αθήνα : εκδόσεις ΚΕΡΚΥΡΑ, 2011, σσ. 51-60.
[17] Στο ίδιο, σσ. 32-48.
[18] Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη, «Αλεξανδρινές Οικογένειες. Χωρέμη, Μπενάκη, Σαλβάγου», εκδόσεις ΚΕΡΚΥΡΑ, Αθήνα , 2004, σσ. 104-165.
[19]Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη, «Ο Αιγυπτιώτης…» ό.π. σσ.61-71 . Βλέπε και ΥΠΕΞ, 1923, φάκελοι 3 και 4, « περί Δωδεκανήσων
[20] Γεώργιος Ι. Χωρέμης, «Όσα ο ίδιος είδον», εκδόσεις αλφα πι, Χίος 2002.
[21]Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη, «Αλεξανδρινές Οικογένειες» ό.π., σσ. 58-99.
[22] Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη, «Αλεξανδρινές Οικογένειες» ό.π., σσ.172-228.
[23] Μανώλης Γιαλουράκης, «Η Αίγυπτος των Ελλήνων», ό.π. , σ. 201.
[24] Μ. Τομαρά-Σιδέρη, «Ο Αιγυπτιώτης ευεργετισμός», ό.π., σσ. 54-56.